του Ανδρέα Ζαμπούκα
Πολλές φορές η κουβέντα για τη βαθμολόγηση των γραπτών της Έκθεσης φτάνει σε αδιέξοδο. Άλλοι πιστεύουν ότι το μάθημα στη σημερινή του μορφή, πρέπει να καταργηθεί και άλλοι ότι η σωστή «διδασκαλία» του (τυποποίηση ουσιαστικά) μπορεί να ξεπεράσει την υποκειμενικότητα των βαθμολογητών και να ανταμείψει τον μαθητή. Το μεγαλύτερο πρόβλημα βέβαια, το έχουμε όσοι φιλόλογοι γράφουμε εκτός από το να διορθώνουμε μόνο κείμενα άλλων. Γιατί εδώ τίθεται κι ένα άλλο ζήτημα, που έχει να κάνει με το οξύμωρο σχήμα: Η συντριπτική πλειοψηφία των φιλολόγων αξιολογούν γραπτό κείμενο, σε μορφή άρθρου, ομιλίας ή δοκιμίου, αλλά οι ίδιοι δεν γράφουν ποτέ!
Αν λοιπόν, ως δάσκαλος, κατευθύνεις τον μαθητή σου, σύμφωνα με τη μορφή των κειμένων που το πραγματικό αναγνωστικό κοινό αποδέχεται, κινδυνεύει υποθετικά, να αποτύχει. Αυτόματα, μπορεί να πέσει θύμα κάποιου ανθρώπου που συνήθισε να βάζει κόκκινα σημαδάκια και να κάνει παρατηρήσεις σε κάτι που δεν του φαίνεται και τόσο γλωσσικά «ορθό». Από την άλλη, πώς μπορείς εσύ, που διαθέτεις εμπειρία και πρακτική ανταπόκριση σε χιλιάδες αναγνώστες, να ξεπεράσεις τον αληθινό εαυτό σου και να πειστείς ότι ο μαθητής δεν έχει άλλη επιλογή από το να σιγουρέψει τον μέτριο βαθμό του με την τυποποίηση; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή!
Κάθε χρόνο, όμως, αποδεικνύεται ότι η απόκλιση από τη νόρμα αξίζει το ρίσκο και τη γενναιότητα. Η μαθήτριά μου Κωνσταντίνα Κολοβού, του 4ου Λυκείου Π. Φαλήρου έγραψε Έκθεση 18,8! Και για τη σιγουριά της αντικειμενικής κρίσης, ο ένας βαθμολογητής της έβαλε 18,6 και ο άλλος 19. Δουλέψαμε μαζί δύο χρόνια και ποτέ δεν χρειάστηκε να ακολουθήσουμε καμία φόρμα ή να μπούμε σε διαδικασία τεχνικής αποστήθισης, όπως πολλές φορές συνηθίζεται σε διάφορες μεθόδους δημιουργικής γραφής.
Το αποτέλεσμα ήρθε αβίαστα και είναι όλο δικό της. Έτσι κι αλλιώς, είναι άτομο ανεξάρτητο και αδιαφορεί για νόρμες και «καθοδηγήσεις». Το μόνο λοιπόν που διδάχθηκε από μένα ήταν να γράφει ελεύθερα εστιάζοντας όμως πάντα, σε ένα focus και χωρίς να επαναλαμβάνει τα ίδια νοήματα. Εν τω μεταξύ οι ιδέες που αλλάξαμε σε όλες μας τις συναντήσεις, ήταν κέρδος όχι μόνο για εκείνη αλλά και για μένα.
Με λίγα λόγια, όταν κανείς βλέπει βαθμούς στην Έκθεση πάνω από 18, να ξέρει ότι τις έγραψαν παιδιά με διαφορετική, αντικομφορμιστική αντίληψη για τα πράγματα και τον κόσμο. Οι υπόλοιποι, με όποιον «μεσσία» δάσκαλο και να καθίσουν, πάνω από 16 δεν πρόκειται να γράψουν με τίποτα. Γιατί δεν υπάρχει βαθμολογητής που δεν θα υποκύψει στο μεγαλείο της γλωσσικής ταυτότητας που θα αναδειχθεί από ένα γραπτό. Κι αν πάλι πέσεις σε κομπλεξικό ή συντηρητικό ή ακαλλιέργητο, τουλάχιστον δεν υπέκυψες στην άρνηση του εαυτού σου. Γιατί, έτσι κι αλλιώς, αν είσαι άτυχος, ό,τι κι αν κάνεις πάλι αδικημένος θα βγεις.
Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι η εποχή μας είναι αντιπνευματική. Αντίθετα, βρίσκω ότι υπάρχουν άπειρες διέξοδοι για επικοινωνία, κατάθεση ιδεών και ανατροπή αντιλήψεων. Απλά οι νόρμες του σχολείου υποδεικνύουν μια κλασική μορφή συντηρητισμού και χρησιμοθηρίας. Τα κείμενα και η γλώσσα είναι δείγματα διαφορετικότητας για δασκάλους και μαθητές. Έχω την εντύπωση ότι όσοι από μας έχουμε αυτό το σπουδαίο προνόμιο να μαθαίνουμε «λόγο» στους νέους, θα πρέπει να επιμείνουμε στην ελεύθερη σκέψη και στη δημιουργική ανάπτυξη των «αποκλίσεων». Θα είναι κέρδος για τη νεότητα όλων μας, και των δασκάλων και των μαθητών.
[ Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο protagon.gr ]
Συμφωνώ απολύτως μαζί σου και σε συγχαίρω για τις διαπιστώσεις σου. Ακριβώς τα ίδια λέω στους μαθητές μου χρόνια τώρα και επιβεβαιώθηκα από τον γιο μου, που έγραφε έτσι ελεύθερα και πρωτότυπα. Ο βαθμός του 19. Χαίρε...
ΑπάντησηΔιαγραφήXαίρε, Απόστολε! δεν είναι δικό μου κείμενο αλλά δεν έχει σημασία. Νομίζω ότι αυτά διαπιστώνουμε καθημερινά όσοι διδάσκουμε έκθεση! Καλή συνέχεια στο καλοκαίρι σου!
ΑπάντησηΔιαγραφή