Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρδος Παραδείσου Και σκληρός πιο κι απ' την πέτρα που δεν τον είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ - κάποτε τα στραβά δόντια του άσπριζαν παράξενα
Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ' τους ανθρώπους κι έβγανε απ' όλους Έναν που του χαμογελούσε τον Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε
Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν' ανεβαίνει
Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα χρυσά να λάμπουν και να φεύγουν