Συγγραφέας, κριτικός
Οι άνθρωποι επικοινωνούν μεταξύ τους με πολλούς τρόπους. Επικοινωνώ, σημαίνει πως μοιράζομαι με άλλους ή στέλνω σε κάποιον ή λαμβάνω από έναν τρίτο κάποιο μήνυμα, ένα συναίσθημα, μια πληροφορία. Ανταλλάσσω απόψεις και ιδέες, επηρεάζω ή επηρεάζομαι.
Οι άνθρωποι, λοιπόν, επικοινωνούν μεταξύ τους με πολλούς τρόπους.
Με χειρονομίες – κ΄ η μητέρα σιμά του εθρηνούσε,
με λαχτάρα χτυπώντας τα στήθια (Γ. Ζαλοκώστας).
Με εκφράσεις του προσώπου – Κ’ η Παναγία χαίρεται,
η Παναγία χαμογελά. (Ο. Ελύτης).
Με εκφράσεις των ματιών – έχουν τα μάτια της, όπου γελούνε,
το χρώμα πούναι στον ουρανό (Δ. Σολωμός).
Με κινήσεις όλου του σώματος –Κι ανάμεσό τους αρχινάε,
Ξεχωρισμένη από τις άλλες,
Τρικυμισμένο ένα χορό,
Λυγιέται, σέρνεται, πετάει
Κορίτσι δεκαχτώ χρονώ
… και του χορού βασίλισσα είναι (Κ. Παλαμάς)
Με ήχους – Πηδάμε στις βάρκες,
λύνουμε τα σκοινιά
και τραγουδάμε τη θάλασσα (Γ. Ρίτσος)
Με εικόνες- Πού νάσαι, για να δεις πως εμεγάλωσε
τ΄ αγιόκλημα μας μέσα στην αυλή μας (Ρ. Μπούμη – Παππά)
Και με λόγια,
λόγια γραμμένα – Σου γράφω τη λύπη μου σ΄ αυτό το χαρτί
τόσο αλαφριά που να στη φέρει ο άνεμος (Ν. Βρεττάκος)
λόγια προφορικά - Τζεμιλέ,
σε τραγουδήσαμε δίπλα στη θάλασσα,
και σε γυρέψαμε, και σε φωνάξαμε,
και δεν ήρθες. (Ν. Καρύδης)
Οι άνθρωποι, λοιπόν, επικοινωνούν με πολλούς τρόπους. Αλλά, σίγουρα, ο κυριότερος και ο πιο άμεσος τρόπος επικοινωνίας ήταν και είναι και –ας ελπίσουμε πως θα είναι– ο λόγος. Ο γραπτός και ο προφορικός λόγος. Ανάμεσα στις δύο αυτές μορφές επικοινωνίας μέσω του λόγου, η πιο σημαντική, ίσως και ουσιαστική διαφορά τους είναι ότι ο μεν προφορικός λόγος υπάρχει για μια στιγμή, για λίγα λεπτά, ενώ ο γραπτός παραμένει για πάντα.
Όταν ο Αγαμέμνονας αποφάσιζε να θυσιάσει την κόρη του την Ιφιγένεια, εκείνη ασφαλώς και με κάποια λόγια θα προσπάθησε να τον μεταπείσει. Τα λόγια εκείνα, όσο κι αν είχαν την αμεσότητα του πόνου και το φόβου ενός κοριτσιού, ακούστηκαν για κάποια λίγα λεπτά και μετά έμειναν στη μνήμη όσων έτυχε να είναι παρόντες και να τα έχουν ακούσει. Όταν κι αυτοί πέθαναν, οι παρακλήσεις της Ιφιγένειας ξεχάστηκαν. Όμως τα λόγια που ο Ευριπίδης βάζει στο στόμα της ηρωίδας του έργου του Ιφιγένεια στην Αυλίδα, ακριβώς επειδή γράφτηκαν, είναι γνωστά ακόμα και σήμερα, ακόμα και σήμερα συγκινούν:
Και για κλαρί ικεσίας στα γόνατά σου
Κρεμνώ από σένα το κορμί μου… και ικετεύω:
Θάνατο πρόωρο μη μου δώσεις* είναι
Γλυκό το φως να βλέπεις* μη με πιέσεις
Τον κάτω κόσμο να αντικρύσω. (μετάφραση Θ. Σταύρου)
«Τα λόγια φεύγουν, τα γραπτά μένουν» λέει ο λαός μας. Κι αυτό σημαίνει πως σε ό,τι έχει κάποια στιγμή γραφτεί μπορεί να ξαναγυρίσουμε, να το διαβάσουμε και πάλι και να το κατανοήσουμε καλύτερα. Ο προφορικός λόγος είναι πιο άμεσος. Ο γραπτός περισσότερο διαχρονικός.
Κάτι που ακούσαμε, αν τύχει και το ερμηνεύσουμε λάθος, πολύ δύσκολα κάποιος θα μας πείσει για το λάθος μας αυτό. Τα λόγια τα ίδια ποτέ δε θα ξανακουστούν και ό,τι από αυτά θυμόμαστε είναι και που θα παραμείνει μέσα στη μνήμη μας και θα επηρεάσει σκέψεις και συναισθήματά μας. Μα σε ό,τι διαβάσαμε δεν μπορεί να συμβεί εύκολα μια τέτοια παρεξήγηση. Οι λέξεις παραμένουν πάντα στη θέση τους, έτοιμες να επιβεβαιώσουν την αρχική μας άποψη, αλλά και το ίδιο έτοιμες να μας διορθώσουν το τυχόν λανθασμένο τρόπο που τις αναγνώσαμε.
Στο γραπτό λόγο βρήκαν τον τρόπο να επιβιώσουν όλες οι γνώσεις του ανθρώπου. Η ιστορία και η επιστήμη, η τέχνη και οι ιδέες, οι απόψεις και οι θέσεις, οι σχεδιασμοί και οι αποφάσεις όλων όσοι έζησαν πριν από εμάς, μας γίνονται γνωστά μέσω του γραπτού λόγου. Αν δεν είχε ο άνθρωπος εφεύρει τη γραφή, τότε δε θα μπορούσε να αφήσει κληρονομιά τη γνώση και την εμπειρία των όσων έζησε.
Ας διαβάσουμε κάποιους στίχους του Σεφέρη από το Ημερολόγιο καταστρώματος Β’.
«Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά – σιγά βουλιάζει,
Και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της
Κ΄ είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια, γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά»
Ο γραπτός λόγος κάνει τον άνθρωπο αθάνατο. Από την εποχή εκείνη όπου κάποιοι πρωτόγονοι άνθρωποι πήραν να χαράζουν σχήματα σε πέτρες, μέχρι τις μέρες μας όπου ότι γράφουμε πάνω στο χαρτί ή το βλέπουμε να σχηματίζεται στην οθόνη του υπολογιστή μας μπορεί αμέσως να μεταδοθεί σε χιλιάδες και εκατομμύρια άλλους συνανθρώπους μας, έχει περάσει πολύς μα πάρα πολύς καιρός.
Αλφαβήτες έχουν αντικαταστήσει τα σχήματα και νέες τεχνικές βοηθούν όχι μόνο στην άνετη και εύκολη καταγραφή των γνώσεων και των ιδεών, αλλά και στην άμεση αναμετάδοσή τους.
Ο γραπτός λόγος ακόμα και σήμερα, την εποχή της εικόνας, όπως λέγουν, εξακολουθεί να παραμένει ο πρώτος και ο ουσιαστικότερος τρόπος επικοινωνίας. Αλλά υπάρχουν πολλά είδη γραπτού λόγου. Ανάλογα το τι θέλω να μεταφέρω σε έναν άλλο, γράφω και το μήνυμά μου.
Αν θέλω να γράψω μια είδηση χρησιμοποιώ τον δημοσιογραφικό λόγο. Αν θέλω να περιγράψω και να αναλύσω ένα πείραμα χρησιμοποιώ τον επιστημονικό λόγο. Αν θέλω να καταγράψω συναισθήματα και ιδέες, τότε καταφεύγω στον λογοτεχνικό λόγο (πεζογραφικό ή ποιητικό).
Θα μπορούσαμε ακόμα να πούμε πως υπάρχουν και άλλες πολλές κατηγορίες και υποκατηγορίες του γραπτού λόγου (γράφουμε επιστολές, σημειώματα, παραγγελίες, νόμους, υπηρεσιακά έγγραφα κ.λπ). Αλλά, μιας και εγώ είμαι συγγραφέας, θα ήθελα να μείνω περισσότερο στον έντυπο λόγο των βιβλίων και των περιοδικών ή των εφημερίδων. Ο δημοσιογραφικός λόγος έχει ως βασικό προορισμό του να μεταδίδει μια είδηση. Ο λογοτεχνικός λόγος προσπαθεί να περιγράψει συναισθήματα και να δημιουργήσει συγκινήσεις, αλλά και να ενεργοποιήσει τη συνείδησή μας.
Όταν το 1922 κάηκε η Σμύρνη, οι εφημερίδες περιγράψανε το γεγονός: «Η Σμύρνη πυρπολείται και οι κάτοικοί της σφάζονται» - ήταν ο τίτλος του φύλλου της εφημερίδας «Καθημερινή» της Παρασκευής, 2 Σεπτεμβρίου 1922.
Με οχτώ μόλις λέξεις ο δημοσιογράφος κατάφερνε και να ενημερώσει, και να συγκινήσει. Το ίδιο γεγονός ένας συγγραφέας θα χρειαζότανε πολλές περισσότερες λέξεις για να το περιγράψει, αλλά παράλληλα θα φώτιζε και με πιο έντονο τρόπο τα συναισθήματα εκείνων που ζούσαν τον τρόμο της καταστροφής.
«Ολόγυρα, όσο μπορούσε κανείς να δει, ένα πλήθος τεράστιο από κεφάλια, χέρια και κορμιά, συνωθούνταν προς τα βράχια ή σπρώχνονταν στα ρηχά. Στάχτες και κάρβουνα έπεφταν πάνω τους Σα νάχε εκραγεί ηφαίστειο. Μαύρες σκιές που κουβαλούσαν δοχεία, πρόβαλαν μέσα στον καπνό. Και μια τρομερή ζέστη απλώνονταν παντού, σα να ξεχυνόταν από το στόμιο πυρωμένου φούρνου» - μια περιγραφή που διαβάζουμε στο μυθιστόρημα Οι στάχτες της Σμύρνης του Ρίτσαρντ Ράινχαρτ (μετάφραση: Σ. Θεοδωρόπουλου)
Και ο δημοσιογραφικός λόγος και ο λογοτεχνικός, όσο κι αν έχουν άλλες τεχνικές, θα πρέπει πάντα να μη παραπλανούν. Αλλά υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο δημοσιογράφο και στο συγγραφέα. Ο πρώτος έχει υποχρέωση να μεταδίδει μόνο την είδηση. Ο όποιος σχολιασμός του πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια. Και να προσπαθεί να αφήνει τον αναγνώστη του να αποκτήσει την δική του γνώμη. Ο δεύτερος, ο συγγραφέας, έχει το δικαίωμα να γράψει την υποκειμενική του αλήθεια, αλλά κι αυτός θα πρέπει να έχει κατά νου πως θα πρέπει να βοηθά τον αναγνώστη του να σχηματίσει μια ελεύθερη άποψη.
Τελικά στόχος και των δυο θα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός υπεύθυνου και ευαίσθητου πολίτη.
«Διότι, πρέπει να έχει ο στρατιώτης το σκεπάρνι του, το μικρό παιδί το βλέμμα του, ο ποιητής το ροκάνι του» γράφει ο Νίκος Εγγονόπουλος και εκείνο που νομίζω πως υπονοεί είναι πως πρέπει να δίνουμε το δικαίωμα στους ανθρώπους να φτιάχνουν μόνοι τους τη μοίρα τους. Κι έτσι ο στρατιώτης έχει δικαίωμα στην ειρήνη, ο παιδί στο μέλλον και ο δημιουργός στην ελεύθερη έκφρασή του.
Ένα γνωστό και αγαπημένο σύνθημα της εποχής μας λέει «Το βιβλίο είναι ένα παράθυρο στον κόσμο». Και ένα άλλο ισχυρίζεται πως «Με ένα βιβλίο πετάω». Τα ίδια συνθήματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούνε και για την εφημερίδα και για το περιοδικό. Με το γραπτό λόγο ανοίγω ένα παράθυρο και βλέπω τι συμβαίνει μέσα μου και έξω από εμένα. Με τα γραπτά λόγια η ψυχή μου αποκτά φτερά και μπορεί να πετάξει σε άλλους κόσμους, σε άλλες ιδέες.
Έτσι είναι… Αλλά μπορεί και να μην είναι. Όλα εξαρτώνται από το ήθος του γραπτού λόγου.
Ο Γκουστάβ Φλωμπέρ, ο μεγάλος Γάλλος μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα, έχει γράψει πως «το συγγραφικό ύφος αποτελεί στάση ζωής».
Όλοι όσοι γράφουν δεν έχουν την ίδια στάση ζωής, μήτε διαθέτουν το ίδιο ήθος. Και γι’ αυτό οι αναγνώστες πρέπει να είναι προσεχτικοί σε ό,τι διαβάζουν. Συχνά πίσω από τις πιο όμορφες λέξεις και τις πιο ενδιαφέρουσες περιγραφές, κρύβονται απαίσιες σκέψεις και ύπουλες διαθέσεις.
Πηγή: Φιλαναγνωσία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου